- υπερασβεστιουρία
- η, Νιατρ. αυξημένη ποσότητα ασβεστίου στα απεκκρινόμενα ούρα, πέρα από τα όρια τής ασβεστιουρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypercalciurie < hyper- (< υπερ-*) + calciurie (πρβλ. ασβεστιουρία)].
Dictionary of Greek. 2013.